- κακέμφατος
- -ο (AM κακέμφατος, -ον)1. (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή εντύπωση, αυτός που έχει αισχρή σημασία, άσεμνος, απρεπής2. το ουδ. ως ουσ. το κακέμφατο(ν)η χρήση λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την συνεκφορά τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη έννοιααρχ.κακόηχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -έμφατος (< ἐμφαίνω), πρβλ. αν-έμφατος, απαρ-έμφατο(ς)].
Dictionary of Greek. 2013.